- συνωμότης
- conspirateur
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
συνωμότης — one who is leagued by oath masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνωμότης — ο, ΝΜΑ, θηλ. συνωμότισσα Ν, και θηλ. συνωμότις, ιδος Μ, και αττ. τ. ξυνωμότης Α αυτός που ορκίζεται μυστικά μαζί με άλλους για την από κοινού ανάληψη και εκτέλεση μιας αξιόποινης πράξης, αυτός που μετέχει σε συνωμοσία αρχ. μτφ. αυτός που κρυφά… … Dictionary of Greek
συνωμότης — ο αυτός που συνωμοτεί: Οι συνωμότες τιμωρήθηκαν παραδειγματικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξυνωμότης — συνωμότης , συνωμότης one who is leagued by oath masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνωμόται — συνωμότης one who is leagued by oath masc nom/voc pl συνωμότᾱͅ , συνωμότης one who is leagued by oath masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνωμοτῶν — συνωμότης one who is leagued by oath masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνωμόταις — συνωμότης one who is leagued by oath masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνωμότην — συνωμότης one who is leagued by oath masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνωμότῃ — συνωμότης one who is leagued by oath masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνωμόσιος — ὁ, ΜΑ [συνωμότης] πιθ. συνωμότης … Dictionary of Greek
ξυνωμόται — συνωμόται , συνωμότης one who is leagued by oath masc nom/voc pl συνωμότᾱͅ , συνωμότης one who is leagued by oath masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)